- ἄμβολα
- ἄμβολαmiddle of ship'syardneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμβολα — ἄμβολα, τα (Α) το μέσον τής κεραίας, τής αντένας πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τής λ. *ανάβολον, το < αναβάλλω «θέτω επάνω, στοιβάζω»] … Dictionary of Greek
ἀμβολά — ἀμβολάς thrown up fem voc sg ἀμβολά̱ , ἀμβολή that which is thrown up fem nom/voc/acc dual ἀμβολά̱ , ἀμβολή that which is thrown up fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀμβολά̱ , ἀναβολή that which is thrown up fem nom/voc/acc dual ἀμβολά̱ , ἀναβολή… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβολάς — thrown up fem nom sg ἀμβολά̱ς , ἀμβολή that which is thrown up fem acc pl ἀμβολά̱ς , ἀναβολή that which is thrown up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβολο — το (γαλλ. jumelle, κν. λαπάτσα) [άμβολα] ξύλινη συνήθως προσθήκη, κατάλληλα κατασκευασμένη, η οποία χρησιμοποιείται για την ενίσχυση ιστού, κεραίας ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου που έχει ανάγκη ενίσχυσης. Ύστερα από αυτή την προσθήκη,… … Dictionary of Greek